-
1 δέκα
A ten, Il.2.372, Od.9.160, etc.;οἱ δ.
the Ten,Isoc.
18.6;ἡ τῶν δ. τυραννίς Arist.Ath.41.2
; also οἱ δ. the Attic Orators, Philostr.VS2.1.14; τὰ δέκα [ἔτη] ἀφ' ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), X.HG3.4.23; δ. ἄνδρες, = Lat. decemviri, App.Hann.56: compds. (not in early writers, but usu. in Hellenistic Gr.) [full] δεκᾰ-είς, Tab.Heracl.2.34, Plu. Num.3: -
2 ἥβη
A youthful prime, youth,νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριέστατος ἥβη Od.10.279
, cf. Il.24.348; , cf. Hes.Th. 988;ἐρικυδής Il.11.225
, Hes.l.c.;πολυήρατος Od.15.366
, etc.; ἥβης μέτρον ἱκέσθαι or ἱκάνειν, = ἡβάσκειν, 11.317, 18.217, etc.;ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ' 15.366
, cf. Il.24.728; ἥβης ἀπόνασθαι, ταρπῆναι, 17.25, Od.23.212; ; θρέψασθαί τινα πρὸς ἥβην until manhood, Pl.Mx. 238b;μέχρι ἥβης Th.2.46
.b strength and vigour of youth, [δίσκον] ἀφῆκεν.. πειρώμενος ἥβης Il.23.432
;ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ' ἐμῇσι Od.8.181
, cf. 16.174; : in pl., (lyr.).c as a legal term, ἥβη was the time before manhood, at Athens sixteen years of age, AB255.15; fourteen acc. to EM359.17, Harp. s.v. ἐπιδιετές; at Sparta eighteen, τὰ δέκα ἀφ' ἥβης (sc. ἔτη), i.e. men of twentyeight, X.HG2.4.32, 3.4.23; τὰ τετταράκοντα ἀφ' ἥ. ib.6.4.17; of women,ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίαν γάμων E.Hel.12
.d of oxen,ἥβης μέτρον ἔχοντε Hes. Op. 438
; of the fresh skin of a snake, Nic.Th. 138.2 metaph., cheer, merriment, Pi.P.4.295;δαιτὸς ἥβη E.Cyc. 504
(lyr.); also, youthful fire, spirit, Pi.P.6.48. -
3 τέρπω
Aτέρπῃσι 17.385
: [dialect] Ion. [tense] impf.τέρπεσκον Q.S.7.378
, AP9.136 ([place name] Cyrus): [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔτερψα h.Pan.47
, E.Heracl. 433, Pl.Lg. 658b:—the [voice] Pass. and [voice] Med. have a fivefold [tense] aor.,2 [dialect] Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213, 251, 21.57.3 [dialect] Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf.ταρπῆναι Od.23.212
, and ταρπήμεναι ib. 346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, [dialect] Ep. [ per.] 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).4 [dialect] Ep. also ἐταρπόμην, only in [ per.] 1pl. subj.ταρπώμεθα Od.4.295
, al.; also redupl. through all moods,τετάρπετο Il.19.19
, 24.513;τεταρπώμεσθα Od.11.212
, Il.23.10,98;τεταρπόμενος Od. 1.310
, al.5 [tense] aor. 1 ἐτερψάμην, in [dialect] Ep. subj.τέρψομαι 16.26
(but τέρψομαι is [tense] fut. [voice] Med. in Il.20.23, S.Fr. 677); opt. ; part.τερψάμενος Od.12.188
:—delight, gladden, cheer,ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385
;τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189
, al.;πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
;καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393
;τοὐμὸν.. τ. κέαρ S.Tr. 1246
; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη.. ἔτερψε [ αὐτούς] Hdt.8.99; sts. in [dialect] Att. Prose, ἔπεσι.. τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr. 240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj. 475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC 1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281;οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40
;τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4
.II more freq. in [voice] Pass. and [voice] Med.,1 in [dialect] Ep. the [tense] aor. [voice] Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content,ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780
;ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70
;σίτου τάρφθεν 6.99
; ; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib. 300; ἥβης ταρπῆναι ib. 212: metaph., take one's fill of lamentation,τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10
,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr.,φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186
;μύθοισι Od.23.301
;δαιτί 1.26
;γόῳ φρένα 4.102
;δίσκοισιν Il.2.774
;ἐν θαλίῃς Od.11.603
, Hes.Op. 115; φιλότητι (or ἐν φ.)τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441
, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usu. sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag.,λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu. 1042
(lyr.), cf. S.OC 1140, etc.; delight in, (Egypt, i A.D.);τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29
; : c. part.,λόγοις.. οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant. 691
;τέρπεται τιμώμενος E.Ba. 321
; τί ἂν.. ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr. 162;κενὴν ἐτερπόμην.. τέρψιν S.Fr. 577
;τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or. 1043
.4 freq. with words which limit its sense,θυμῷ Il.19.313
, Od.16.26;θυμόν Il.21.45
;κατὰ θυμόν Hes.Op.58
, 358;φρένα Il.1.474
, Od.4.102, etc.;φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19
, cf. Od.5.74;ἐνὶ φρεσίν 8.368
;τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310
;ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74
. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo.. ? 'what is the use of..?', Goth. paurfts, OE. pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.)
См. также в других словарях:
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek